- αὐτόφορβος
- αὐτό-φορβος, ον, (φέρβω)A = αὐτοφάγος, A.Fr.114.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτόφορβος — αὐτόφορβος, ον (Α) αυτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + φορβος < φέρβω «τρέφω»] … Dictionary of Greek
αὐτόφορβος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)